ερυθραίνω

ερυθραίνω
(AM ἐρυθραίνω
Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [ερυθρός]
1. κάνω κάτι κόκκινο
2. είμαι κόκκινος
3. παθ. ερυθραίνομαι
κοκκινίζω
αρχ.
(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

  • ερυθαίνω — βλ. ερυθραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρός] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • κατερυθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού ερυθραίνω) βάφω κάτι κατακόκκινο …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”