εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» … Dictionary of Greek
ερυθαίνω — βλ. ερυθραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρός] … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
κατερυθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού ερυθραίνω) βάφω κάτι κατακόκκινο … Dictionary of Greek
ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)